Το μαύρο χιόνι (Ελλέβορος, 1999)

ΧΩΡΙΣ


Των πατρικίων και των πληβείων το ένδυμα.
Χωρίς πλοία να διασχίζουν νύχτες τα κανάλια.
Έτσι θα μιλήσω:
Ρακένδυτος μέσα στην πανοπλία μου.


ΧΩΡΙΣ λόγο.

                 *

ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΧΙΟΝΙ, στις παρυφές τον ίσκιων που
γεννάει η λύπη,
σαν οπτασία σ' εξόδους ορυχείων,
πέφτει.
Πέφτει σαν χάλυβας σε καρδιολογικές κλινικές
που για πάντα θα σκεπάσει η λήθη.
Σε πύλες ανακτόρων κι αρχαίους χιτώνες,
πέφτει.
Και ξανά κατεβαίνουν αυτοί:
Σαρκαστές της παγκόσμιας κραιπάλης, αναιδείς
και μιναδόροι
με την έπαρση των αλαζόνων να διατείνονται τη
σωτηρία του γένους.
Περήφανοι, σφίγγουν το χέρι του Τσε Γκεβάρα,
αυτοί
οι μικροπωλητές αυτοκρατόρων.
Οι καλοντυμένοι ισορροπιστές πάνω απ' το δίχτυ.
Σαν τους άλλους τους Γιά και τους Χβέ
ή αυτούς του Μπά και του Κά, δηλαδή.
Κι ο ασκητής, ο προφήτης, το παιδί, θαμμένοι
θα μιλήσουν με φωνή που δεν ακούει αφτί.
Σ' όλους τους ζωντανούς θα μιλήσουν, γιατί ένας
είναι κι είναι χωρίς μάτια,
καθισμένος στις φωλιές των γερακιών,
εκεί που κάποτε ζούσαν άνθρωποι είναι
και ουρλιάζει στις γενιές:
"Τα ορυκτά η έγκυος γη θα διαμορφώσει σε ιδέες,
σε βωμούς,
σε υλικά οικοδομών, σε γερμένα κεφάλια
τ' απογεύματα.
Αίρω το άρμα, εγώ ο εξώλης. Ο άδραστος, δοκώ
αυτά
και επελαύνω χωρίς να κινούμαι".
'Κοινή η τύχη και το παρελθόν που ορίζει. Ο πόνος
επιλέγει το στόχο του.
Ασύνειδοι προβοκάτορες μας έχουν. Επηρμένοι,
μας οδηγούν στην άλωση.
Κάποιος να κόψει γρήγορα το σινικό σύρμα που
σφίγγει τους καρπούς.
Να ελευθερωθεί το μέλλον. Οίχομαι. Οίχομαι'.
Κανείς δεν ακούει.
Από μακριά κατεβαίνουν οι Ιταλοί με cantos κι οι
Γερμανοί με Wagen,
οι Γιάπωνες έρχονται
κι οι άποικοι Εγγλέζοι έρχονται να συναντήσουν
τον τελευταίο κλόουν
του πλανήτη.
Έρχονται να σπείρουν εικόνες, να εξαγοράσουν
φύλακες
να σκύψουν στο παλιό πηγάδι έρχονται.
Κατακτητές και άρπαγες σταυροφόροι, δίχως δικό
τους αμπέλι έρχονται
να ζητήσουν παράσταση απ' τον Τελευταίο.
Όμως αυτός
ντυμένος την ηρωική στολή των επιδέσμων
βαδίζει σκυφτός στο μαύρο χιόνι των λυπημένων,
στο χιόνι που δεν αφήνει ίχνη
γιατί στο χρόνο της στοργής και της επανάστασης
χάνεται,
γιατί στη χίμαιρα έχει τ' όμορφο και τ' απόρθητο.

                *


ΑΔΕΙΑΖΕΙ την οργή του ο κάμπος.
Στο ποτήρι των ηπειρωτικών ταξιδιών ζητά την
εξιλέωση.
-Μηδέν κόμμα πέντε
Κραυγές στις στέγες των μοιχών
Χέρια προαιώνια μέσα στα σύννεφα
κρατάνε ευαγγέλια, ψωμί, κρασί
το άπειρο της στιγμής που πόθησαν
και δεν έζησαν.-
Ανοίγουν οι πύλες της μάνας.
Ελαττώνει. Αγγίζει το αρχέγονο του τέλειου ο
άνθρωπος,
γίνεται δέντρο κι όλα τρέχουν μπρος του προς τη
διαρκή επιστροφή.
Αδειάζει την οργή του ο κάμπος.
Σαν ποτάμι νύχτα λευκή κυλάει,
με λόγια ακατάληπτα μιλάει στους λαούς που
λάτρεψαν τη λήθη.
"Μόνο αυτοί που με ποτίζουν θα 'ναι οι εκλεκτοί,
και τα μαλλιά τους θα μακρύνουν πολύ, και θα δουν
τους προγόνους
ξανά
και τα δάκρυα σα βράχους να πέφτουν
στα παγωμένα καλοκαίρια των αμετανόητων.
Κι η επιφάνεια θα γίνει χώμα και το χώμα θα γίνει
σώμα
και θα κινήσει το σύμπαν στην τρομαχτική πορεία
των μυρμηγκιών
και της ανάστασης.
Γιατί αυτό πρόκειται να συμβεί
όταν με βλέπετε να γίνομαι έρημος στους
τροπικούς.

                    *


ΣΚΟΡΠΙΖΕΙ φωτογραφίες όταν ο άνεμος ουρλιάζει
στα μπαλκόνια.
Αρπάζει μωρά και κρύβεται σε αποθήκες
πυρομαχικών.
"Ο τρελός", λένε. "Ο τρελός θα μιλήσει,
θα ανέβει".
Και συνάσσεται με δέος το πλήθος ν' αφουγκραστεί
τα βήματα του μέλλοντα αιώνα.
Και σπρώχνουν οι βασιλείς τις πέτρες.
Και ρέει το αίμα των ιερέων.
Τα τελευταία τους κέρματα μοιράζουν
Είναι έτοιμοι.
Μπαίνουν στην ομίχλη του άλλου όταν σκυλιά
λυσσασμένα ορμάνε στην πόλη.
Κατεβαίνουν τα σκαλιά της αποβάθρας
-πληγωμένα πουλιά, ξεχασμένοι ρεμπέτες
αισθήματα βουτηγμένα στη λήθη
ΚΙ ΑΥΤΟΣ ΕΚΕΙ-
Στο πιο ψηλό κατάρτι ανεμίζει-
τα μάτια του στη θάλασσα πετάει.
"Φτάσαμε", λέει
"Χαρείτε για το τέλειο που δεν θα 'ρθει ποτέ.
Είστε οι νικητές του ανέφικτου, οι κωπηλάτες της
ουτοπίας
τα καμένα αρνητικά του εφιάλτη σας.
Ελάτε να περπατήσουμε στο νερό".
Μια γενιά γεμάτη ρίγος
κούμπωσε το σακάκι της
κι επέστρεψε στην εργασία της.
Όλοι κοιτάζονταν λοξά.
Τυφλοί στους ιμάντες συναρμολόγησης
πέθαναν, προτού πεθάνουν.
ΚΙ ΑΥΤΟΣ ΕΚΕΙ
Στο πιο ψηλό κατάρτι, ανεμίζει.
Οπτήρας μιας κοινότητας ευτυχισμένων
που δεν θ' αντικρύσει ποτέ.

                           *

DURUTI
Όπως το μισάνοιχτο τραγούδι στον αέρα
στα σύνορα
στις έδρες των δικαστηρίων και των καμπαρέ.
Θ' άνοιγαν το πουκάμισο στις τρυφερές παρά¬νομες συχνότητες.
Θα συναντούσαν το όραμα στη μέση του κόσμου.
Αυτοί, που η ερωμένη του πάπα τους οδηγούσε
σαν υπνοβάτης στην αιώνια έξαρση των κοσμικών.
Θα διέσχιζαν ξάγρυπνοι τα Πυρηναία.
Ντυμένοι στα μαύρα.
Ζητώντας τους διεθνείς συντρόφους στα επιτελεία
των καπηλειών.
Στο σίδερο και την πέτρα.
Αυτοί, ποπουλάροι και ρέμπελοι
στον διαρκή έρωτα
στη διαρκή επανάσταση
θ' άνοιγαν και θα διέσχιζαν ξάγρυπνοι
το Γράμμο και την Κροστάνδη,
αφήνοντας πίσω
ανθισμένες φυλακές
πυρπολημένα νομοσχέδια
ανθρώπους με μικρά ονόματα
και μεγάλη καρδιά.
Γιατί ήξεραν ν' αγκαλιάζονται σφιχτά.
Να πεθαίνουν και να σκοτώνουν μ' ένα γέλιο.
Αυτοί, που δεν τους λύγισαν παρά τα μάτια των
παιδιών
περιφέρουν ακόμα το προαιώνιο γιατί
περιφέρουν τρεις χιλιάδες συναπτά έτη τη
φωτογραφία
του Buenaventura, ρωτώντας:
-Είδατε πουθενά τον φίλο μας;

                           *


ΟΙ ΓΕΝΝΑΙΟΙ
Θέλω να μιλήσω γι' αυτούς,
τους γενναίους του σύμπαντος, που
στους ερημικούς ναούς μετατρέπουν τη στιγμή σε
αιωνιότητα, το θάνατο σε ασήμαντη λεπτομέρεια,
το δέντρο σε παιδί.
Ύστερα πάλι, κοιτώντας τους χλωμούς καθρέφτες
των προθάλαμων, τους διωγμένους και τους
μαχαιρωμένους,
σκέφτομαι:
Αξίζει αυτή η διαδικασία συντριβής;
Ή όπως λένε στα βουνά για τον ετοιμοθάνατο
συγγενή: "ένα μήνα θα ζήσει, πιάστε το χορό".
Ύστερα πάλι το ξύλο. Γιατί ο φοίνικας;
Οι παλιές μας αγάπες.
Γιατί συνεδριάζουν στον πάτο αυτού του πηγαδιού;
Τι ωφελούν τα απλά λόγια του νεκρού πάνω απ'
το κρεβάτι των κληρονόμων;
Ας μου δοθεί συγχώρεση από το σύνταγμα των
ημερών.
Δεν έχω άλλη δικαιολογία απ' των μικρών παιδιών:
"Δεν το 'θελα".
"Το ήξερες ότι δεν έπρεπε";
"Ναι, το ήξερα".

                              *
ΜΑΝΑ ΝΥΧΤΑ
Πλησίασε να καταθέσει τον πενιχρό της οβολό
στα πέτρινα χέρια των αγνοούμενων.
Εν μέσω αρχαγγέλων κι ανταρτών.
Με φανταχτερό διάδημα και κόκκινο βελούδο.
Οπλισμένη.
Ξυπόλυτη και ξάγρυπνη.
Πλησίασε ευλαβικά η μάνα νύχτα
κρατώντας την ανάσα στην προσμονή
της έκρηξης.
Πλησίασε κι έβαλε το λαιμό της
κάτω απ' το λεπίδι των γνωστικών.
"Ας έρθουν τώρα". Είπε.
"Ας έρθουν οι υπάλληλοι. Ας έρθει η πουτάνα η
μέρα.
Από την Ιθάκη ας έρθουν. Κι από την Πέλλα.
Εγώ θα χωθώ, να κοιμηθώ λίγο, εδώ,
στις τσέπες των πουλημένων, των προδομένων,
των σακατεμένων απ' αγάπη. Ας έρθουν".
Απομακρύνθηκε. Άφησε πίσω τον τόπο του
κρανίου.
Του κρανίου που σήμαινε:
Έτσι θα δοθείς στην κοινωνία. Ούτε λογοτεχνικά
άλλοθι, ούτε έρωτες θα σε σώσουν. Όπως οι
πρωθύστεροι
και οι μετέπειτα θα συρθείς στη δίνη μου.
Στο προσωπικό μου κενό θ' αφομοιωθείς.
Απομακρύνθηκε.
Πίσω,
σαν κομμένη ουρά φιδιού, σφάδαζε το πάθος.

                                 *


ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΥ ΑΥΤΟΧΕΙΡΑ
Ανοίγω τον στρόβιλο των νεκρών ημερών.
Εκλιπαρώ το τρύπιο βλέμμα.
Γιατί να υπάρχει απάντηση; Λόγος και δίκη;
Εξομολόγηση και συνέχεια;
Στα όρφα δάση και στις μουσικές, τυφλός μάς
οδήγησε.
Γνωστικός κι άγνωστος.
Κι εμείς φύγαμε.
Για τη χώρα με τα πλοία και τις αρένες φύγαμε.
Για κει που υπάρχει τέλος.
Συνομιλίες στα υπόγεια ναυάγια ακούω όταν
εσείς υπαγορεύετε στη γραμματέα σας.
Τη μαγική δεξίωση του βυθού με ορχήστρες
πουλιών
αγναντεύω.
Είναι αλήθεια. Σ' άλλον κόσμο ανήκω.
Δεν πεθύμησα την κυριαρχία. Γνώρισα τη μεγάλη
αιώρηση.
Ακολούθησα την πορεία μου στο γλυκό κενό και με
τράβηξαν πίσω.
Στον πλανήτη των μολυσμένων μ' εναπόθεσαν.
Με τους βάρβαρους του σύμπαντος που εξόρισαν
στη γη,
να περιστρέφομαι αέναα, χωρίς γαλήνη.
Ν' αναπαράγομαι και να παράγω την ιλύ και την
εξουσία έως τριγμού
οστών.

                                        *


PROVA GENERALE
Έρμα στον ωκεανό της αδηφάγου ψυχής μας.
Στον κυκεώνα των αισθημάτων σαν τη φωτιά παίζει
η ζήλεια, χωρίς ποτέ να πλησιάσει εκεί που έχει
το μάτι του
ο κυκλώνας.
Εκεί που τρεμοσβήνει με κίνδυνο το κερί των
νεκρών
και το αγαπημένο των θνητών.
Ναι,
Θα έρθουν οι παράφοροι. Θα μας λύσουν απ' αυτά
τα κατάρτια.
Θα μας οδηγήσουν στο αχαλίνωτο που δεν έχει
προσφορά
και ζήτηση, όρια, και όρους ανταλλαγής.
Θα υψωθεί ξανά το δάσος και θα χαμογελάσει η
έρημος.
Απερίσπαστοι θα βαδίσουμε στο όρος.
Ελευθερωμένοι από τα άρθρα και τις αιτήσεις
αδειών.
Εκεί που τα νησιά γίνονται γαλέρες και τα μάτια
απάτριδα πουλιά.
Θα μπούμε στο τραγούδι όταν κυλάνε οι δρόμοι
Κι ανοίγουν οι ορίζοντες την πύλη της αιωνιότητας.

                                  *


Τότε, στην Ιερή Πέτρα
του Λιβυκού την όστρια
αφουγκράστηκα,
Τον ήχο της μέδουσας
της σφίγγας
της ξεδοντιάρας νύχτας
της πουτάνας αγάπης.
Τα βήματα του μαυραγορίτη έρωτα
άκουσα,
στις πιάτσες των πρεζάκηδων,
στα δωμάτια - κελιά θρησκευόμενων κοριτσιών
στο Άργος και στο Μεσιανό
μάσκες να μεταπωλούνται είδα.
Το άγνωστο πλοίο.
Στο δάχτυλο του γέροντα το δαχτυλίδι, είδα.
Είπα:
Βαλένθια, Μπιλμπάο, Σαν Σεμπάστιαν.
Στο πατάρι του κόσμου
μια παρέα πίνει κρασί
χορεύει και γελάει.
Ένα τρένο χωρίς γραμμές περνάει απέξω.
Λέω, τώρα,
Εδώ θα φιλήσω το αίμα.
Εδώ τη νύχτα θα ξεχάσω.

                            *
ΠΡΟΑΙΣΘΗΣΗ
Οι φυλακισμένες εκδοχές
κατηφόρισαν την οδό του σκοινιού
έρμαια των μηχανών και των λακτισμάτων στους
αγωνιστικούς χώρους.
Και λυπήθηκαν το νερό, τη βαρβαρότητα
και τη χαμένη εφηβεία του Τιτανικού.
Και ορθώθηκαν στα βάθη.
Αυτές που είπαν "Δωδώνη - Μαρία"
και "Ελένη των κάστρων",
νύχτα του σταυρού καραδοκούσαν.
Κι έτρεχαν όλοι να κρυφτούν.
Φοβισμένοι κι ενδεείς,
ανιδιοτελείς. Ανυπεράσπιστοι.
Οι πιο ευάλωτοι τρύπωναν σε ιερές μονές
σ' ετοιμόρροπα ταβερνεία
κι ακατανόητα βιβλία.
Το άδειο πλοίο ερχόταν.
Σαν τρένο σφύριζε κι ακυβέρνητο ήταν.
"Μια λιτανεία, μια λιτανεία", ούρλιαξε το πλήθος
σκίζοντας τα ρούχα του.
Ήταν αργά.
Άνοιξε η πόρτα και δεν ξαναμίλησε κανείς.
Μπήκαν αυτές που καραδοκούσαν.
Και καταργήθηκε η αγάπη,
η αντάμωση, το παλιό κρασί τα χειμωνιάτικα
βράδια.
Και τ' αθόρυβα μάτια δεν έρχονταν πια.

                                 *


Η ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ ΤΟΥ ΜΙΣΟΎ ΒΗΜΑΤΟΣ
Ανεμίζανε οι βάρκες των ηρώων στη μοναξιά του
κενού.
Κι όλοι, είδαν το άσπρο πανί και παραδόθηκαν.
Και δάκρυσαν τα πέτρινα δάση και τα όμορφα
όρνεα.
Και χύθηκε το οινο- πνευμα.
Και γέμισαν τα μονοπάτια διωγμένους και
μοναχούς.
Κι έκλεισε λυπημένη τις φτερούγες της η Αντιόχεια.
Απομακρύνονταν χωρίς λόγους.
Μια απλωμένη εφημερίδα έκρυβε τα πάντα.
Σκυφτοί και διπλωμένοι.
Με ξεραμένα χείλη και ρούχα.
Χωρίς τον ήχο των κυμάτων.
Χωρίς την αφή του μύθου.
Κανείς ποτέ δεν θα καταλάβει.
Κανείς ποτέ δεν θα φτάσει εκ εί.

                           *


Έτρεχε με μάτι αγριεμένο.
Τρίχα ορθή. Αλαφιασμένη στο κεντρικό
πλακόστρωτο της Ρώμης.
Λόγια ακατάληπτα και μυστηριώδη έβγαιναν σαν
αφρός απ' το στόμα της:
"Στην Αίγυπτο, στην Αίγυπτο. Καίγονται τα
όνειρα.
Λυγίζουν τα λιμάνια, σταυροφόρε. Γουρούνια
διοικούν το θόλο.
Καίγονται τα όνειρα".
Διεκδικώ την απόλυτη μοναξιά.
Στις σκήτες. Στις κρύπτες των αλχημιστών. Στην
έρημο και στον πόλο.
Είναι πίσω μου και ουρλιάζει. Με δείχνει μ' ένα
χέρι κόκκινο
σαν φωτιά. Βγάζει φλόγες. Ανοιξε, γη. Ανοιξε!
(Απαρνημένος και καταραμένος κρύβομαι σ' αυτή
την πόλη. Εξόριστος
κι ιερόσυλος. Σχεδόν γυμνός και σίγουρα βρώμικος.
Πάντα πιωμένος.
Δεν υπάρχει ταβερνιάρης που δεν με ξέρει, που δεν
μου λέει τον πόνο του κλαίγοντας.
Δεν υπάρχει σκυλί αδέσποτο που δεν μου κούνησε
την ουρά του. Οι πέτρες
δεν θα μ' ανεχτούν πολύ ακόμα).


Ανακάλυψα την πλήξη των ηρώων. Το μεγάλο
ελάχιστο.
Ύστερα, τον καιρό της παλίρροιας, έγραφα αυτά.
Και ξανά η πτώση
των άδικων χρόνων. Τώρα στη Ρώμη, η ακατάσχετη
επιθυμία της διήγησης.
Έλεγα λοιπόν γι' αυτή τη γυναίκα- φάντασμα:

Έτρεχε με μάτι αγριεμένο.

                                     *


ΑΝΟΙΞΗ
Σκοτεινιάζει στα δέντρα
Και περνάνε γρήγορες μηχανές.
Είναι η γη.
Είναι φωτορεπόρτερ ριγμένοι στα πηγάδια,
και τα σαρκοβόρα φυτά των αντλιωρών.
Είναι πουλιά με πατερίτσες
και το θρόισμα των νυχτικών.
Είναι που ξημερώνει
καθώς το φιλί και το νερό
Είναι ο ήλιος ...έρχεται.

Ησυχάστε.


                                      *


ΤΟ ΠΡΩΙ
Το πρωί είναι σκουπίδια και νυσταγμένα μάτια
που σκορπίζουν οι γάτες στο στίβο.
Οι εργάτριες των πλαστικών είναι αγκαλιά με
τους ροκ τραγουδιστές πλάι στις γραμμές του
τρένου.
Πλοία που επιστρέφουν, στρατιώτες της όρθιας
μνήμης, το ένα μάτι του φυλακισμένου που άλλαξε
θέση με το άλλο για να μη δει ποτέ την ευθεία
γραμμή.
Ναι, είναι οι επιμελητές Α' έξω απ' την πόρτα μας
οι δικαστικοί κλητήρες κι οι γονδολιέρηδες των
κεντρικών οδών.
Είναι αυτοί που πλανήθηκαν τόσα χρόνια και μια
νύχτα στην εμμονή του πάθους, στη λύσσα του
αμείλικτου δάσους και κάθονται τώρα στο
τραπεζάκι
της κουζίνας μας μ' ένα ποτήρι στο χέρι.
Η μυρωδιά των κλειστών γραφείων και τα φύλλα
των ημερολογίων, είναι:
η ανομολόγητη φυγή, ταξίδια και όνειρα και λόγια
ασυνάρτητα παρηγοριάς
πόνου απ το άγαλμα της Αθηνάς που αιμορραγεί.
Το πρωί είναι σκουπίδια.

                                    *


ΑΣΥΛΟ
Στις άθλιες πόλεις.
Τις μίζερες συνοικίες και τα σαλόνια των ηθοποιών.
Σ' αυτή τη νύχτα που δεν έχει τέλος.
Απ' τη χαραμάδα του κόσμου ακούω τους
ήχους του μπουζουκιού
Πιάνω τα χέρια της Αστυπάλαιας.
Βλέπω τα μάτια που πνίγονται.
Αυτό το άσυλο σχιζοφρενών ήταν η κατοικία του
παρελθόντος.
Το αόρατο μουσείο της λήθης.
Τα άλλοθι και τα λόγια
που δεν είπαμε ποτέ
κεντημένα στα κλειστά μας βλέφαρα.

                          *


ΠΑΡΑΦΟΡΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Η αμεσότητα του κενοταφίου
σκληρή γης που
χώρισε την ευτυχία.
Είναι η μεγάλη καλλιτέχνις Σάρα Μπερνάρ
ανοίγοντας τη μνήμη μου στ' αντίστροφο
των αιώνων.
Είναι όλη η σκηνή:
Κερί που τελειώνει
πλάι στην κεφαλή του Ερμού
ψιθυρίζοντας:
Μη μόναν όψιν νίψον ανομήματα ...

                             *

Στο παλιό ξενοδοχείο της οδού Ζήνωνος
ο ανακριτής.
Στα γύρω στενά, με το δάχτυλο στην πληγή
οι εκτοπισμένοι
οι ερωτευμένοι χωρίς αντίκρισμα
οι ποιητές χωρίς πέννα.
Παρών ο πρόεδρος Ρούζβελτ κι ο Αλέξαντρος
Καπόνε.
Παρατηρητής της κοινωνίας των εθνών
ο ρεμπέτης Γιώργος Κατσαρός.
- Θα ρωτήσω για τελευταία φορά.
Δεν θέλω ούτε αίμα ούτε ημερομηνίες.
Ήταν ο κομισάριος;
- Μάλιστα κύριε.
- Η ξανθιά;
- Ήταν η Μαίρυλιν.


                              *


Είδα τον Αντρέα.


Τη νύχτα που το vertigo πήρε την εξουσία.
Είπε: "Λι. Λα" κι αμέσως μετά: "Λω . Ρε".
και την άλλη μέρα: "ΑΑ α γγε".
Και λέω: γιατί θεέ μου των κατακλυσμών
της άμετρης μπύρας της πανίδας της χολέρας
των τρελών, των σεισμών, των χαμών,
γιατί το Ναύπλιο;
Γιατί να πεθάνουμε;
Σας μιλάω ειλικρινά.
Είδα τον Αντρέα Αλιμαντήρη.


                                      *


Το πίσω των ματιών μας είναι οι λέξεις..
Ευαίσθητες κι ανελέητες.
Μορφές απελπισμένων σε παράθυρα τρένων
Οι δίνες της πιο όμορφης θάλασσας.
Οι οδύνες της πιο μεγάλης αγάπης.
Πιστέψτε το όταν υποχωρείτε λυπημένοι
όταν συμβιβάζεστε, όταν ζείτε από υποχρέωση
όταν ζητάτε άδεια απ' τον προϊστάμενο σας
θυμηθείτε,
Είμαι μαζί σας.
Αφήνω όλες μου τις δουλειές
λύνω τα σχοινιά μου κι έρχομαι.
Ακούστε το κλάμα του θηρίου
την ώρα της αναχώρησης
το οπλισμένο μωρό
όταν ο έρωτας φύγει, δείτε
δείτε το αίμα στον ωκεανό
κι ανοίξτε την πόρτα.
Θα μπω να πιούμε μαζί ως την καινούργια άνοιξη
Γιατί κι εγώ χρόνια σ' αυτή την πέτρα κάθομαι
και πίσω, φοβάμαι, με φέρνει το ρεύμα.
Με δυο λόγια: Είμαι δικός σας.


                                    *


ΑΛΚΟΟΛ
Άλλαξε διεύθυνση.

Κι έκλεισε τα καινούργια πουκάμισα στη ντουλάπα.


                                       *


Στη στέγη του κόσμου
-ντυμένος στα μαύρα
μπροστά, αστράφτουν μαχαίρια
ανοίγουν ασκοί του πόνου
κλείνει το μάτι χτυπάει το χώμα σηκώνεται
κλαίει, το αίμα, το γιατί το ένα πόδι χάνεται
απότομα γυρίζει, τυφλώνεται, ψελλίζει, αγριεύει,
κρατιέται
στο πλάι, πέφτει στο παρά, σπάει το γυαλί, πνίγετ
κύματα βουνά, τα χέρια του θεριά ανήμερα, δεμένα
μ' αλυσίδες, καράβι ακυβέρνητο η καρδιά του,
φυλακισμένη η ζωή του, πυρπολημένα τα καπηλειά
του
-Σιωπηλά γεμίζουν τα ποτήρια.
Μια όμορφη γυναίκα θυμάται την αγάπη.
Χορεύει ο Ιωάννης Μαρμάρης ζεϊμπέκικον.
Ψυχές παραπατάνε
στο μακρινό Σεχίρ.

                          *


Τον είδα,
έφευγε κρυφά
Την ώρα που όλοι συναθροίζονταν.
Σκυφτός με άφαντη μορφή.
Σα να φοβόταν το φως,
τους ανθρώπους,
τα λάμδα και τα θήτα,
την ήττα των ματαιοπονούντων,
αυτός σα να την κουβαλούσε.
Στη φυλακή του, σκέφτηκα, θα λύσει τη φωνή.
Πρέπει να τον ακολουθήσω.
Στα ύφαλα των βουνών.
Στην αθέατη κοιλάδα.
Είδα τη φωτιά και το πλοίο.
Τον είδα:
Κάρφωνε τα ξύλα και στοίβαζε τρόφιμα.
Βούλωνε τ' αυτιά του με βουλοκέρι.
Το βουητό του πλήθους πλησίαζε.
Ο τυχερός, είπα,
Αυτός μονάχα θα βλέπει το χαμό.


                                  *


Αλκοολικές πουτάνες
από σας κρύβομαι
για να γράψω.
Φοβάμαι την αλήθεια σας
Τα πέτρινα μάτια σας.
Τρέμω στη σκέψη πως θα δω τα ερείπια σας
κατοικίες αποδεκτών πολιτών.
Σας αγαπώ,
γιατί δεν έχετε άλλοθι
γιατί πέρασε πάνω σας
η χιονοστιβάδα του κόσμου
και υψωθήκατε γενναίες στους ουρανούς της πόλης
Ομορφιές μου
ακόμα ανασταίνεστε
στ' άθλια καπηλειά
και στις τρύπες των ποντικών
πίνοντας και βρίζοντας
κάτω από μια "φωτογραφία" του Χριστού.

                                      *


ΕΤΣΙ
Όπως ακριβούς σου το λέω:
Στέκεται αντίκρυ στο τρένο
με τα πόδια ανοιχτά
καταμεσίς στον κάμπο.
"Έλα", λέει,
κι ύστερα,
σαν περάσει απέναντι
χορεύει μπλουζ και γελάει.
‘Ό έρωτας είναι ένα βεγγαλικό’, λέει,
κι ανάβει τσιγάρο.
Φτύνω.
Προχωράω σύρριζα στα θέατρα και τα πορνεία.
Τραγουδάω φάλτσα.
Ο έρωτας είναι η ζωή μας,
λέω.


                                   *




Η Κυρήνεια φτάνει στο λιμάνι της Νέας Υόρκης.
Αυτά που τα τεύχη του νευρικού συστήματος
δεν ανέγειραν ποτέ
θα παραλάβει τώρα.
Παύλα 25
δεν υπάρχει θάνατος.
Μπροστά μ' αργά βήματα
ρακοπότηρα να σπάνε
το τώρα είναι ποτέ στην ύψωση.
Η Κυρήνεια
αξιόπιστε μάρτυρα Λάζαρε
είναι το άυλο σώμα στην ομίχλη.
Είναι Ιορδανία και όρη.
Είναι ο πλους του καταραμένου
στον σκοτεινό πλανήτη.

                                    *


"Αφήστε", είπε,
"θα οδηγήσω εγώ.
Με λένε Τάσο.
Με λένε Τάσο Ισαάκ
και ζω στη νεκρή ζώνη.
Είμαι υπάλληλος της εθνικής σας ασφάλειας.
Είμαι η ανάπηρη συνείδηση σας.
Η κατεχόμενη αγάπη σας.
Είμαι Πόντιος, Κούρδος, Κύπριος
Τρεκλίζω στο χάρτη
έχω μια μεγάλη μηχανή και μ' αρέσει να ψαρεύω.
Θα σας δείξω το μονοπάτι
που δεν θα μάθουν ποτέ οργανισμοί και πολιτικοί.
Ύστερα και για πάντα
στην παγκόσμια αλάνα θα παίζω
Με λένε Τάσο και ξέρω το δρόμο
Με λένε Τάσο Ισαάκ
κι είμαι λευ ελ λευτ
εδώ είμαι


μέσα σας
                                      *
                                              

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Όντως.
Εδώ είσαι. Μέσα μας.