Καντάτα για μια κηδεία
                              (υπό έκδοση)
 (ημιτελής, πρόχειρη ανάρτηση, ζωγράφισε η milena zarova)




Τις γυναίκες που αγαπήσαμε
    και χάθηκαν ξαφνικά
βρήκαμε ξανά σ' έρημους δρόμους
να πλανιούνται
χωρίς μιλιά
με κομμένα χέρια
μ΄ ένα σαλεμένο παιδί να τις ακολουθεί
και μ΄ έναν λογιστή για τους λογαριασμούς.
Τις συναντήσαμε τυχαία
στους προθαλάμους των ψυχαναλυτών
στα εκδοτήρια εισιτηρίων
σε εφημερίδων τα μονόστηλα-
αλλοπαρμένες, βρίζοντας σύμπαντα
να ζητάνε πίσω τα χρόνια τους
Να σταματήσει επιτέλους η αναμονή αιώνων

Τις γυναίκες που κλείστηκαν
μια νύχτα του καλοκαιριού
στην ατελείωτη τη φυλακή του πόθου
και χάθηκαν για πάντα
Αυτές, τις αντικρίσαμε στην άκρια της γης
ν' ακροβατούν στο κρεμασμένο το χαμόγελο
                        ---

Κατέβαινε τα βουνά της Ήπειρος
ο Σπύρος ο Αλέβροντας
πετώντας αψηλά το ντέφι του
κρατώντας τη ψυχή του παραμάσχαλα
Σκιές αντάρτικες
της τέχνης και του πόνου μάστορες
του Αχέροντα περαματάρηδες
με τσίπουρο στο χέρι.
Προχώρα, Σπύρο Αλέβροντα
του φώναζαν
Προχώρα
Κι αυτός κατέβαινε
δίχως να την ακουμπάει τη γη
ακροπατώντας στις μυτερές τις πέτρες της ιστορίας
από τη μνήμη ως τη λήθη φτερουγώντας
χωρίς να ανήκει
χωρίς να υποτάσσεται.
Κατέβαινε τα βουνά της Ήπειρος
ο Σπύρος ο Αλέβροντας
με το κεφάλι αψηλά
                   ---

Όταν ξυπνάνε τα ξωτικά της αγάπης
πεινασμένες αγέλες λύκων
κατεβαίνουν στους άνυδρους αμμόλοφους
ψάχνοντας απελπισμένα
την επιθυμία και την άρνηση
στα αρχέγονα τα στήθη σου
Παραδίνεσαι τότε
στην οργή του πέλαγου και στην οργή του κήτους
Οδεύεις στον γλυκό βυθό
όταν ραγίζουν τοίχοι
από κραυγές αμέτρητων παιδιών
Λύνεις χορεύοντας τον ομφάλιο τον λώρο σου
Χιλιάδες θίασοι εισβάλουν στο κορμί σου
Ουρλιάζουν
Ζητούν δικαιοσύνη

Όταν τα ξωτικά του πάθους/
όλα τα ηφαίστεια του κόσμου
χύνουν καυτά τη λάβα μέσα μου,
γεμίζω τα κρανία των βαρβάρων
με το κρασί της τρέλας
και πίνω την τελευταία τη σταγόνα σου
                    ---

Όταν βρεθούμε πάλι
μέσα σε καφενεία σκοτεινά
με τους μοναχικούς ανθρώπους
και τα βασανισμένα μάτια,
εκεί       στους δρόμους τους παλιούς
που όρισε το αίμα και η άρνηση
Όταν βρεθούμε
ένα μαχαίρι θα χαράξει
το σώμα της ανήσυχης της μνήμης
                    ---

Αυτό το σπίτι
ήταν πάντα εκεί.
Πολλά χρόνια.
Παλιό, μουντό, γενναίο.
Κι ακόμα εκεί το βλέπω
Αλλοπαρμένο, μόνο, λυπημένο
Κι αυτοί, όποιοι στα σωθικά του αντριέψανε
ωσάν από τα μέσα μας διαβάτες
όταν διασχίζαμε τη ζήση
από τη ίδια αόρατη την πόρτα δραπετεύσαν
Τώρα που ξαναβλέπω αυτό το σπίτι
καταλαβαίνω
το πικρό το τέλος της αιωνιότητας
                     ---

Δέντρων κορμιά
σε μακρινά ποτάμια ώς εδώ
που κύλησαν
Άγνωστοι
που χτύπησαν βράδυ τη πόρτα μας
και δεν ανοίξαμε
Λύκοι που πέθαναν από τη μοναξιά
σε πόλεις άγριες
Τυφλά πουλιά
πάνω απ' τα νησιά που ονειρεύτηκαν
Κορμοί δέντρων σ' ορμητικά ποτάμια
του κόσμου ετούτου
οι χαμένοι
                     ----

Πίσω μας έρχονταν
στενάχωρα παιδιά,
σκυφτοί ανθρώποι με σβησμένα μάτια
Τα ηνία κράταγε
μάντης ρακένδυτος, χαμένος
με λογικά αναξιόπιστα
Εμείς
οι τελευταίοι εναπομείναντες
της μεγάλης στρατιάς των σαλτιμπάγκων
κρατούσαμε ευλαβικά τον πάπυρο
τις οδηγίες
για το στήσιμο των καινούριων σκηνικών
               ---

Εγώ
ο που τεμάχισα
της μοναξιάς το σώμα
ορίζομαι τώρα
από τα οδοσήματα
ώς τους φάρους που αγάπησαν
τα μάτια τα πνιγμένα
Στις αίθουσες των δικαστηρίων
ταξινομώ προσεκτικά
τα πειστήρια της ενοχής μου:
Ανεπίδοτα γράμματα
Φάλτσα τραγούδια
κι έναν καθρέφτη μαύρο
                 ---

Μη κατηγορείτε τους αδερφούς μου
Στράγγιξε το αίμα τους
τόσα χρόνια στους βάλτους της πόλης
στους προθαλάμους των υπαλλήλων
στα λατομεία της πίκρας
στις πλώρες ακυβέρνητων πλοίων
Η καρδιά τους ράγισε
στο βάρος της αγάπης
στη θέα των εκτελεσμένων συντρόφων
στις κλειστές πόρτες των φίλων
Μην κατηγορείτε τους αδερφούς μου.
Στράγγισε το αίμα τους
               ---

Σε περίμενα
μες στου μυαλού μου τις υπόγειες τις σήραγγες
οπλισμένος
παγιδευμένος με σωρό εκρηκτικά
κρατώντας όμηρους τα νόθα τα παιδιά σου
Σε περίμενα
δεμένος με αλυσίδες
στα παρασκήνια των κρατικών θεάτρων
κραυγάζοντας άναρθρα λόγια
αγάπης και απελπισίας
Ξερνώντας την άρνηση σε ωκεανούς
από αλκοόλ
ψάχνοντας με αγωνία
τα ξεσκισμένα μέλη μου
στη φωλιά του θηρίου
Σε περίμενα στις μεγάλες παραλίες
..................................................
               ---

Οι άσωτοι εραστές
των κούφιων χρόνων
πνιγμένοι στο κρασί και την αμαρτία
κρυμμένοι στα μάτια των τυφλών
τη μάταιη εξέγερση ονειρεύονται
Ηττημένοι και περήφανοι
ψάχνουν να ‘ βρουν γωνιά για να ξεράσουν
συμβιβασμούς και συμβόλαια.
Διωγμένοι από τα δόγματα
έρημοι στους εξώστες
αποτυχημένων παραστάσεων
περίμεναν να λάβουν
εκ του μη έχοντος μέλλοντος
τη γενναία ανταμοιβή του τόσου πόνου
                                    ---

Δεν θα μιλήσω ξανά
για μικρά λιμάνια
κι έρημους ανθρώπους
           Στους στενούς δρόμους της πόλης θα χωθώ
           μ’ αδέσποτα σκυλιά να περπατώ
           χωρίς τα μάτια.
Δεν θα μιλήσω ξανά
για πόρτες κλειστές
και για διωγμένα παιδιά.
           Στην άκρη της γης θα σταθώ
           μονάχος
΄          την απέραντη νύχτα να κοιτώ
           χωρίς μνήμη.
Δεν θα μιλήσω ξανά
                        ---

Είμαι στην έρημο γυμνός
και χορεύω.
Ανοίγω την αυλαία στο απέραντο
Αμέτρητες πόρτες
με οδηγούν η μια στην άλλη
Εξόριστοι ποιητές,
παιδιά που χάσανε το δρόμο τους
και παραδέρνουν ματωμένα
ψάχνοντας για λιμάνι.
Είμαι εδώ.
Κάτω από τα φωτισμένα παράθυρα
σάπια σκαλοπάτια
κι αλλόφρονες έρωτες.
Σακατεμένα όνειρα
αριθμομηχανές που τρελάθηκαν
ζωγράφους που εκλιπαρούν τους πίνακές τους
                   να ζωντανέψουν.
είμαι εδώ, στη μέση της αρένας
Στων τελευταίων την ελπίδα ν’ ακροβατώ.
                        ---

Ξαφνικά,
ένα αφηνιασμένο άλογο
μπήκε στην αίθουσα.
οι κυρίες ούρλιαζαν,
οι πολυέλαιοι έσπασαν.
Μες στο σκοτάδι,
κάποιος μας φίλησε τρελά.
Όμως,
οι πολυέλαιοι έλαμπαν
οι κυρίες στροβιλίζονταν σιωπηλά,
και στη μέση ενός όμορφου λιβαδιού
ένα άλογο,
κοιτούσε αδιάκριτα το σούρουπο
                        ---

Νύχτες είναι
 φυγής κι οπισθοχώρησης.
 Μοναχικές. Στα παράθυρα των αιώνων.
Απέναντι σ’ ανήσυχους δρόμους.
 Σε τρομαγμένα στενά.
 Σ’ αφύλακτες διαβάσεις.
                 Το πλήθος βλέπω,
                 με δεκανίκια να μπαίνει στην αρένα
                 να βγαίνει από τα ερείπια
                 να ενώνεται
                 να προχωράει μπροστά
                 να αλαλάζει.
Θα φτάσει: θα φτάσει:
θα λυγίσει:
το σίδερο, το σίδερο, το αίμα.
                            Βογγάω νύχτες ολόκληρες
                            κι από τις πληγές μου
                            τρέχει κρασί και νοσταλγία.
                            Τα σωθικά μου φλέγονται
                            στα υπόγεια ρεύματα της επανάστασης.
                            Ουρλιάζω
                            στης μαύρης θάλασσας τα ανομολόγητα ερέβη
                            της ουτοπίας το τοπίο.
                                    ---

Τελειώνουν κάποτε όλα.
Μια μικρή βάρκα χάνεται στο πέλαγος.
 Μια ξεχασμένη λεπτομέρεια έρχεται ξαφνικά.
Όλο και πιο αργά ξημερώνουν οι νύχτες.
Η τρέλα των ατέρμονων ερώτων.
Το αγαπημένο βάσανο της αγάπης.
Όλο και λιγότερο φοβόμαστε σ’ αυτή την έρημο,
γιατί ξέρουμε πως δεν θα προλάβουμε
 γιατί αγγίξαμε την ομορφιά και κατεβαίνουμε ήσυχοι πια
στο τραπέζι των έντεκα πληγωμένων.
Τελειώνουν κάποτε όλα
με το γλυκό χαμόγελο του χωρισμού
με τη σιγουριά της αντάμωσης.
Όλο και λιγότερο διακρίνεται το άσπρο πανί
 στο απέραντο μπλε της ψυχής μας.
                                    ---


Είμαι εδώ. Στις φλόγες
των κεντρικών οδών.
Να παραληρώ,
λυγισμένος από τα μέταλλα
στη λήθη αφημένος,
στις φυλακές του ανέφικτου
χωρίς έλεος να λιώνω.
Είμαι εδώ
τους λόγους να εκφωνώ
τις δικαιολογίες να εξυφαίνω.
Είμαι εδώ
στην οδύνη των κεντρικών οδών
με λύπη
τα πήλινα πρόσωπα να προσπερνώ.
Είμαι εδώ
γιατί χάθηκαν τα σχέδια της απόδρασης.
                                    ---

Αν αποφασίσουμε κάποτε,
- με πλήρη διαύγεια, έστω-
να δώσουμε νέα ονόματα στις οδούς να ελευθερώσουμε τα όνειρα,
να καταφέρουμε εν τέλει να χαθούμε
μόνοι, σχεδόν όρθιοι
και περήφανοί
Τότε,
ένα κλειστό λιμάνι
θα μας αγκαλιάσει
και στις ανοιχτές πόρτες
των καπηλειών του
οι φίλοι που χάθηκαν
οι μουσικές που κάποτε μας ταξίδεψαν
οι έρωτες που δεν ήρθαν…………
τότε στ’ ανθισμένα ερείπια θα βαδίσουμε.
Τότε ίσως στα παλιά ερείπια
να περπατήσουμε ξανά. 
                                    ---

Ουρλιάζω Ιπαραγέρε
Τα φίδια διώχνω- φωτιές ανάβω
δεν έχω χέρια
στους υπονόμους είδα τα παιδιά σου,
κωφάλαλα στην απέραντη μοναξιά,
στο ακρωτήρι,
να ονειρεύονται την αθανασία των σκουριασμένων λεωφορείων.
(Σε μια πάροδο
Τοποθετώντας τα εκρηκτικά-
δώρο του Νέστορα στο μέλλον).
Ουρλιάζω Ιπαραγέρε
άνοιξε την πόρτα στο ποτάμι
το μαύρο αίμα σου να παίζει
τις νύχτες των ωκεανών.

2 σχόλια:

Κική Ματέρη είπε...

Δεν είναι τίποτα μία συνηθισμένη ανθρωποθυσία.
Ειμαι επιζήσαντα.
Κοριό είχα σε γραφείο πολιτικό
Σε μία πόλη με εργοστάσια μένω
Οταν ήμουν μικρή με ρωτούσαν.
Έχουν γεμίσει τα αρχίδια σου με τέφρα;
Μεγάλωσα και λέω στα αρχίδια μου
Τι γυναίκα να γινώ ;
Είμαι οπότε θέλω.
Δεν επιβιωνω αλλιώς .
Που σαι ρε συ;
Όλα καλά.
Μία τυπική χαιρετουρα
Μπουσουλαγα μέσα στα εργοστάσια
Εξιμιση το πρωϊ
Δίπλα από το μηχανουργείο
Ο ήχος του τροχού
Περίεργο βεγγαλικο μες στο σκοτάδι
Όχι δε έχεις παραισθήσεις τεχνίτη
Δύο παιδιά μέσα στα εργοστάσια
Περιμέναμε να τελειώσουν την διανομή οι γονείς μου.
Μας φοβούνται είναι δυνατόν;
Δεν έχουμε σήμερα σχολείο και λείπει η νταντά μάς.
Μικροί μεγάλοι.

Κική Ματέρη είπε...

Δεν είναι τίποτα μία συνηθισμένη ανθρωποθυσία.
Ειμαι επιζήσαντα.
Κοριό είχα σε γραφείο πολιτικό
Σε μία πόλη με εργοστάσια μένω
Οταν ήμουν μικρή με ρωτούσαν.
Έχουν γεμίσει τα αρχίδια σου με τέφρα;
Μεγάλωσα και λέω στα αρχίδια μου
Τι γυναίκα να γινώ ;
Είμαι οπότε θέλω.
Δεν επιβιωνω αλλιώς .
Που σαι ρε συ;
Όλα καλά.
Μία τυπική χαιρετουρα
Μπουσουλαγα μέσα στα εργοστάσια
Εξιμιση το πρωϊ
Δίπλα από το μηχανουργείο
Ο ήχος του τροχού
Περίεργο βεγγαλικο μες στο σκοτάδι
Όχι δε έχεις παραισθήσεις τεχνίτη
Δύο παιδιά μέσα στα εργοστάσια
Περιμέναμε να τελειώσουν την διανομή οι γονείς μου.
Μας φοβούνται είναι δυνατόν;
Δεν έχουμε σήμερα σχολείο και λείπει η νταντά μάς.
Μικροί μεγάλοι.