Ο δάγλας ο θιακός
ανοίγει χούφτα    αμολιέται η θάλασσα στ’ αυλάκι 
της ποιητικής ποτίστρας   
Και του Ρηγόπουλου οι εργάτες
μούσκεμα, στάλα, ιδρωμένοι
πετσοκομμένοι απ΄τη μοναξιά
ωσάν χαμένοι
πασχίζουν να τηνε φράξουν την πηγή
της ηδονής        την σκιερή τη βρύση
να στομώσουν

Οϊ! Ποιος την κρατεί τη θάλασσα
Τα δάχτυλά της ποιος δύναται να κάμει κόμπους


Στην ίδια χούφτα    σαλεύει η αμμουδιά   ωσάν
αιδοίο    ιδέστε!  
παλεύει μες τα σπλάχνα της!     γινάτι και τινάζεται
η νάρκα
Πλευρά ολούθε σκορπισμένα
ποιήματα μεσοκομμένα όμοια πράσινη σαύρα
στη χωματένια δημοσιά    Εδώ η κεφαλή εκεί το ήμισυ
που εσέρνετο
εδώθε η αρχή     εκείθε το υπόλοιπο του γκούστερα
που ανακουνιέται ακόμα
ωσάν του δάγλα τον κοντυλοφόρο
που αναχαλεύει ανάσες για να πιει νερό     να ξεδιψάσει

 
      ή παίρνει παραμάσχαλα ψυχές
και τις τραβάει στο πηγάδι της αβύσσου
-μην ακουστεί ο κρότος      μήτε χλαλοή
Τίποτα μην αντικριστεί βαθιά
όσο βαθιά η ανάσα η μια δεν δύναται αν φτάκει

Ο δάγλας είναι ο θεϊκός
που την κρατάει τη θάλασσα απ΄τη στενή τη μέση
και κοπανάει τα νερά της γκαπ – γκουπ στην αμασχάλη του
καθώς παλεύει να την φτάκει τη στεριά
να βρει κορμί ν’ αδράξει
αν σωθεί

                                                                         ΦωτοΜότσης


Δεν υπάρχουν σχόλια: